- άσπλαχνος
- -η, -οεπίρρ. -α σκληρός, απάνθρωπος, άκαρδος, άπονος: Ήταν άσπλαχνος ακόμη και στα δικά του παιδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άσπλαχνος — (AM ἄσπλαγχνος) αυτός που δεν έχει μέσα του σπλάχνα, που δεν έχει καρδιά, ο άκαρδος, ο ανηλεής, ο απάνθρωπος αρχ. 1. ο δειλός 2. αυτός που δεν τρώει σπλάχνα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνον το νεοελλ. άσπλαχνος < άσπλαγχνος με απλοποίηση του… … Dictionary of Greek
νηλεόθυμος — νηλεόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανήλεη ψυχή, σκληρός, άσπλαχνος («νηλεόθυμος χάρων», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + θυμός (πρβλ. κακό θυμος, μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… … Dictionary of Greek
άβουλος — η, ο (Α ἄβουλος, ον) [βουλή] ο δίχως βούληση, θέληση νεοελλ. ο δίχως πρωτοβουλία, αναποφάσιστος αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται άσχημα ή επιπόλαια, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 2. άκαρδος, άσπλαχνος, αδιάφορος … Dictionary of Greek
άθερος — η, ο αυτός που δεν θερίστηκε, ο αθέριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θερίζω πρβλ. καρπίζω άκαρπος, σπλαχνίζομαι άσπλαχνος] … Dictionary of Greek
άκαρδος — η, ο 1. δειλός, άτολμος 2. άσπλαχνος, σκληρός 3. απρόθυμος, ανειλικρινής, επίπλαστος «γέλιο ψυχρό και άκαρδο». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ουσ. καρδία. ΠΑΡ. ακαρδοσύνη] … Dictionary of Greek
άπονος — η, ο (AM ἄπονος, ον) μσν. νεοελλ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. 1. ο δίχως μόχθο ή κόπο, άκοπος 2. ο δίχως πόνο, ανώδυνος 3. (για ανθρώπους) οκνηρός, τεμπέλης … Dictionary of Greek
άψυχος — η, ο (AM ἄψυχος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψυχή ζωή («τα έμψυχα και τα άψυχα») 2. ο νεκρός 3. ο μικρόψυχος, ο δειλός (μσν νεοελλ.) 1. λιπόθυμος, αναίσθητος 2. άτονος 3. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. φρ. «ἄψυχος βορά» μη ζωική, φυτική τροφή … Dictionary of Greek
αδόνητος — η, ο (Α ἀδόνητος, ον) [δονῶ] αυτός που δεν δονείται ή δεν δονήθηκε, ασάλευτος, ακλόνητος νεοελλ. ασυγκίνητος, άσπλαχνος, σκληρός … Dictionary of Greek
ακήλητος — ἀκήλητος, ον (Α) [κηλῶ ( έω)] αυτός που δεν γοητεύεται εύκολα και συνεκδ. αδυσώπητος, σκληρός, άσπλαχνος … Dictionary of Greek